ἔκλωσα

ἔκλωσα
κλώθω
twist by spinning
aor ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κλώθω — έκλωσα, κλώστηκα, κλωσμένος 1. γνέθω. 2. φρ., «Tα κλώθει», τα στρίβει, προσπαθεί να υπεκφύγει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αναγνώθω — και αναγνώνω (Μ ἀναγνώθω και ἀναγνώνω) αναγινώσκω, διαβάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνέγνωσα, αόρ. τού ἀναγινώσκω κατά το πρότυπο ρημάτων όπως το κλώθω (έκλωσα κλώθω). Ο τ. ἀναγνώνω κατά τα ρ. σε ώνω] …   Dictionary of Greek

  • γνώθω — (Μ γνώθω) νιώθω. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τον αόρ. έγνωσα του ρ. γιγνώσκω* κατά το σχήμα έκλωσα κλώθω] …   Dictionary of Greek

  • μεταγνώθω — και μεταγνώνω (Μ μετα[γ]νώθω) λυπάμαι για κάτι κακό που έκανα, μεταμελούμαι, μετανοώ μσν. αλλάζω γνώμη, μεταβάλλω προηγούμενη απόφαση, μετανιώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον αόρ. μετ έγνωσα τού μεταγιγνώσκω, κατά το σχήμα ἔκλωσα: κλώθω …   Dictionary of Greek

  • νιώθω — και νοιώθω 1. αντιλαμβάνομαι με τον νου, καταλαβαίνω, εννοώ («όσο και να διαβάζει, δεν νιώθει τίποτα») 2. έχω ειδικές γνώσεις σχετικά με κάτι, γνωρίζω («δεν νιώθει από ζωγραφική») 3. συναισθάνομαι («μού είπε τον πόνο του και τόν ένιωσα») 4.… …   Dictionary of Greek

  • πλάσσω — και πλάττω, ΝΜΑ, και πλάθω Ν 1. δίνω μορφή ή σχήμα σε κάτι, διαμορφώνω, σχηματίζω (α. «καὶ ἔπλασε τὸν κόσμον εἰς ἑπτὰ ἡμέρας», ΠΔ β. «τὰ μέλη τοῡ σώματος, εὐθὺς ἀπὸ γενέσεως πλάττειν τῶν τέκνων ἀναγκαῑον ἐστι», Πλούτ.) 2. (κυρίως) κατεργάζομαι… …   Dictionary of Greek

  • κλώθω — κλώθω, έκλωσα βλ. πίν. 37 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”